ίριδα

ίριδα
I
(Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί.
ιριδεκτομή. Χειρουργική αφαίρεση μέρους ή όλης της ί. του ματιού με σκοπό την αντιμετώπιση του γλαυκώματος κλειστής γωνίας.
ιριδοκυκλίτιδα. Φλεγμονή της ί. και του ακτινωτού σώματος του ματιού, που μπορεί να συνοδεύει άλλες ασθένειες (αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, τελική ειλείτιδα, νόσο του Crohn, φυματίωση, τοξοπλάσμωση κλπ.). Ο ασθενής αισθάνεται έντονο πόνο στα μάτια και φωτοφοβία, ενώ μειώνεται σημαντικά η όρασή του. Γύρω από τον κερατοειδή εμφανίζεται μια κοκκινωπή στεφάνη, το χρώμα της ί. μεταβάλλεται, η κόρη παρουσιάζει συσπάσεις και δημιουργούνται ιζήματα διάφορων μεγεθών στην πίσω επιφάνεια του κερατοειδούς. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστούν κυκλοτερείς συμφύσεις ανάμεσα στην πίσω επιφάνεια της ί. και στον φακό, οπότε είναι δυνατόν να προκληθεί δευτερογενές γλαύκωμα. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική και πρέπει να στρέφεται και εναντίον της συνοδού συστηματικής νόσου.
II
(Φυσ.). Βλ. λ. ουράνιο τόξο ή ίριδα.
* * *
η (ΑΜ ἶρις, -ιδος)
1. μετεωρολογικό φαινόμενο το οποίο συνίσταται στην εμφάνιση στον ουρανό μιας σειράς έγχρωμων, ομόκεντρων φωτεινών τόξων και προκαλείται από τη διάθλαση και την ολική ανάκλαση τών ηλιακών ακτίνων, αλλ. ουράνιο τόξο
2. διάτρητος στο κέντρο του δίσκος μεταξύ τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού και τού κρυσταλλοειδούς φακού
νεοελλ.
1. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ιριδώδη, οικογένεια ιριδίδες
2. φρ. «τα χρώματα τής ίριδας» — τα επτά κύρια χρώματα στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως
(μσν.-αρχ·)
1. γένος φυτού, με σπουδαιότερο είδος την ίριδα την πορφυρά
2. επίσης η λευκή ίρις —ή «ἶρις ἰλλυρική»— που η αρωματική ρίζα της ήταν περιζήτητη εμπορικά
σ' αυτήν τη σημασία ο Ευστάθ. έχει τον τ. ιρίς
αρχ.
1. ως κύριο όν. Ἴρις
όνομα τής αγγελιαφόρου τών θεών μεταξύ τους, καθώς και μεταξύ θεών και ανθρώπων («Ἶριν δ' ὤτρυνε χρυσόπτερον ἀγγελέουσαν», Ομ. Ιλ.)
2. κάθε ποικιλόχρωμος κύκλος που περιβάλλει άλλα σώματα, όπως π.χ. τη Σελήνη, τη φλόγα λαμπάδας κ.λπ.
3. το σύνολο τών χρωματισμών που έχει γύρω από τους οφθαλμούς (τις σκούρες βούλλες της) η ουρά τού παγωνιού («ἐπὶ τῶν κύκλων, οὓς ἐπ' ἄκροις ἔχει τοῑς πτεροῑς, ἴριδός τινος ἕκαστον περιθεούσης», Λουκιαν.)
4. ένας πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο για το προσηγορικό ἶρις όσο και για το όνομα τής θεάς, με το οποίο ταυτίζεται, έχει υποτεθεί η ύπαρξη αρχικού F-, πράγμα που πιστοποιείται από το ομηρικό μέτρο και από μια αιτωλική επιγραφή. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. ανάγεται σε ΙE *wi- «σκύβω, λυγίζω» (πρβλ. ἰτέα, ἴτυς), το δε επίθημα -r- απαντά στα αγγλοσαξ. wir «σύρμα», αρχ. νορβ. virr «ελικοειδής γραμμή». Τέλος, η υποτεθείσα σύνδεση με το (F)ίεμαι δεν έχει ισχυρή βάση. Η λ. ως όρος τής βοτ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. iris.
ΠΑΡ. ιρίτιδα (-ίτις)
αρχ.
ιρίζω, ίρινος
νεοελλ.
ιριδίζω, ιριδικός, ιριδωτός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ιριδοειδής, ιριδόχρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ίριδα — η δευτερεύουσα θεότητα των αρχαίων Eλλήνων, αγγελιοφόρος των θεών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίριδα — η 1. ουράνιο τόξο: Τα χρώματα της ίριδας. 2. τμήμα του χιτώνα του ματιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἴριδα — Ἴ̱ριδα , Ἶρις rainbow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴριδα — ἴ̱ριδα , Ἶρις rainbow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του …   Dictionary of Greek

  • ιριδίζω — [ίριδα] εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, παρουσιάζω ιριδισμούς …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • ιριδικός — ή, ό [ίριδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ίριδα …   Dictionary of Greek

  • Θαύμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου ήταν γιος του Πόντου και της Γαίας και αδελφός του Νηρέα, του Φόρκυος, της Ευρυβίης και της Κητούς. Ήταν σύζυγος της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και απέκτησε μαζί της την Ίριδα και τις… …   Dictionary of Greek

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”